- χάλκωμα
- το, -ατος1. χαλκός.2. κατασκεύασμα από χαλκό, χάλκινο μαγειρικό σκεύος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάλκωμα — anything made of bronze neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκωμα — το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α [χαλκῶ] σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. (στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη … Dictionary of Greek
χαλκώνω — [χάλκωμα] Ν 1. (για χάλκινο σκεύος) οξειδώνομαι 2. (για τρόφιμο παρασκευασμένο ή μη) προσβάλλομαι, αλλοιώνομαι από τη σκωρία τού χαλκού 3. αποκτώ το πράσινο χρώμα τής σκωρίας τού χαλκού … Dictionary of Greek
χαλκωμάτων — χάλκωμα anything made of bronze neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώμασι — χάλκωμα anything made of bronze neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώμασιν — χάλκωμα anything made of bronze neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώματα — χάλκωμα anything made of bronze neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώματι — χάλκωμα anything made of bronze neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώματος — χάλκωμα anything made of bronze neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek